Εδώ Πολυτεχνείο

2025-11-17

Το αίμα συνεχίζει να μυρμηγκιάζει με το Μίκη στη διαπασών κάθε 17η Νοέμβρη. Ωμά, απλά, πνευματικώς θρεπτικά και θηριωδώς επικά. Κι όμως άλλο είναι εκείνο που κυριαρχεί πια. Είναι η χωνεμένη προδοσία σερβιρισμένη στο δείπνο της Μεταπολίτευσης. 'Όχι δε θα σας πω μέρα που είναι ξανά για την κηδεία της το καλοκαίρι του 2015. Αλλού είναι τα σπουδαία σήμερα. Ξέρετε ποια φράση περικλείει τον ουσιαστικό θάνατο της Μεταπολίτευσης; Είναι απλό. Το « Δεν αλλάζει τίποτα». Να εξεγείρεσαι για την Αλλαγή, να την πετυχαίνεις, και όταν οι καιροί το επιτάσσουν εσύ αντί να ξανακοιταχτείς στον καθρέφτη σου, να τη συντηρείς πενήντα χρόνια και βάλε με πολιτικά μπότοξ του στυλ « δεν καταλαβαίνετε, είστε καλοπερασάκηδες κι αχάριστοι» που ακούς σε κάθε πολιτικό χώρο σε ποσότητες που προκαλούν ναυτία. Πως να νιώσεις πια λοιπόν και πως να μην αναρωτηθείς. Πολυτεχνείο, που είναι η έμπνευσή σου; Τύχη; Μοίρα; Μάχες μύθων ή μύθοι μαχών; Τίποτα το τυχαίο αδέρφια. Είναι ο καρπός δεκαετιών κατά τις οποίες η μνήμη του Πολυτεχνείου έγινε συχνά σκηνικό προσωπικής ανέλιξης, κομματικής χρήσης και ηθικολογίας χωρίς αντίκρισμα. Η απογοήτευση από τη Μεταπολίτευση δεν προέρχεται από το ίδιο το ιστορικό της ίχνος, αλλά από το χάσμα ανάμεσα στις υποσχέσεις της και στην καθημερινή εμπειρία του πολίτη. Όταν ο μέσος άνθρωπος βλέπει πως εκείνοι που επικαλούνται το Πολυτεχνείο στη δημόσια σφαίρα δεν διστάζουν ταυτόχρονα να ανέχονται μικρές ή μεγάλες εκδοχές αδικίας, διαφθοράς και αδιαφορίας, τότε το σύμβολο αποψιλώνεται από το περιεχόμενό του και απομένει κενό, σαν μια σημαία που ανεμίζει χωρίς νόημα. Και τι σημαία. Παρδαλή. Ούτε καν εκείνη η ΜΙΑ με το αίμα που την πάμε βόλτα κάθε χρόνο χωρίς να καταλαβαίνουμε τι επιτάφιο σηκώνουμε.Το κρίσιμο ερώτημα λοιπόν – και φέτος - είναι αν μπορούμε να ξεφύγουμε από την ανάγκη να ορίσουμε ποιος «δικαιούται» το Πολυτεχνείο. Αν έχουμε καρδιά και μπέσα ας το αφήσουμε επιτέλους να μιλήσει σε όλους μας χωρίς κηδεμόνες. Ας δεχθούμε πως η ουσία του δεν βρίσκεται στους κομματικούς φορείς, ούτε στους επαγγελματίες τιμητές, αλλά σε μια ηθική στάση απέναντι στο άδικο, μικρό ή μεγάλο. Διότι πως να το κάνουμε αγαπητοί συμπατριώτες, η υποκρισία όσων επικαλούνται το Πολυτεχνείο ενώ κλείνουν τα μάτια μπροστά σε εκτροπές, αδικίες ή συγκάλυψη ευθυνών, προκαλεί έντονη αποστροφή που πληγώνει την ουσία. Δεν ακυρώνει το μήνυμα, αλλά χαράζει πάνω του μια σκιά που κατατρώει το φωτεινό του μέρος.Η εξέγερση έχει καταπονηθεί από δύο άκρα: τη βίαιη καπηλεία μιας μικρής μειονότητας που εμφανίζεται ως θεματοφύλακας της «ριζοσπαστικότητας» σπάζοντας και βανδαλίζοντας, και από την αντίθετη αφήγηση που επιχειρεί να ταυτίσει ολόκληρο το Πολυτεχνείο με την τρομοκρατία άλλων δεκαετιών ή με μικρές ομάδες που οικειοποιήθηκαν ένα ιστορικό γεγονός. Και τα δύο λειτουργούν διαβρωτικά. Απομακρύνουν τη μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία που θα ήθελε να τιμήσει την εξέγερση, όχι μέσα από φανατισμό αλλά μέσα από μια ήσυχη, καθαρή αναγνώριση της αξίας της.Ίσως γι' αυτό το Πολυτεχνείο σήμερα μοιάζει να εμπνέει λιγότερο: όχι επειδή το μήνυμά του ξεθώριασε, αλλά επειδή ο θόρυβος γύρω του έγινε εκκωφαντικός. Οι φωνές που ζητούν την κατάργηση της γιορτής δεν γεννιούνται από εχθρότητα προς την ιστορία, αλλά από κούραση προς τον τρόπο με τον οποίο την αναπαράγουμε. Μια βόλτα στα δρώμενα των σχολείων, μια ακρόαση στις κούφιες επίσημες ανακοινώσεις ή ένα πέρασμα από τη βία του δρόμου που πια δεν έχει ιστορία αλλά ποινικό μητρώο αρκούν για να το διαπιστώσουμε. Κι όμως, ακριβώς σε αυτήν τη φθορά βρίσκεται και η αξία της επετείου. Το Πολυτεχνείο μάς καλεί ακόμη να κοιτάξουμε μέσα μας και όχι γύρω μας· να αναμετρηθούμε με τη δική μας συνέπεια, όχι με την υποκρισία των άλλων. Να είμαστε εμείς οι φορείς της αντίστασης και όχι οι ταυτιζόμενοι με όσους πρόδωσαν και προδίδουν το ρόλο του Πολίτη. Να θυμηθούμε πως η αντίσταση στην αδικία δεν ήταν ποτέ υπόθεση κομμάτων, ούτε θεσμοποιημένων τελετών, αλλά στάση ανθρώπων που δεν αποδέχθηκαν ότι «τίποτα δεν αλλάζει».Ίσως, τελικά, η μνήμη του Πολυτεχνείου να αναζωπυρωθεί μόνο αν σταματήσουμε να αναζητούμε ποιος είναι άξιος να το σηκώσει και αρχίσουμε να ρωτάμε αν είμαστε εμείς άξιοι να το υπηρετήσουμε. Με πράξεις, όχι με σημαίες. Με συνέπεια, όχι με ρόλους. Με μια ειλικρινή επιθυμία να μην αφήσουμε το άδικο να γίνει ξανά κανονικότητα. Με θαρραλέα στάση απέναντι στο φόβο που μας μπάζει στις αγορές που πουλούν ψήγματα ασφάλειας και εισπράττουν τα πολύτιμα αποθέματα ελευθερίας μας. Να κάνουμε δηλαδή ότι οι φοιτητές και ο απλός λαός το 1973. 


Κ. Καραγιάννης

© 2019 Κωνσταντίνος Καραγιάννης
Υλοποιήθηκε από τη Webnode Cookies
Δημιουργήστε δωρεάν ιστοσελίδα!